- ἀγυρτήρ
- ἀγῠρ-τήρ, ῆρος, ὁ, = sq., Man. 4.221.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγυρτῆρας — ἀγυρτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)